παραγαύδης

παραγαύδης
παραγαύδης, ου, ,
A garment with purple border, Lyd.Mag.1.17, 2.4 (-γώδ- cod.); paragaudae, Cod.Theod.10.21.1:—[var] Dim. [full] -γαὐδιον, POxy.1026.12 (v A. D.); in form [suff] παρα-γαῦδιν, Edict.Diocl.19.29; cf. παρακαυτωδόν.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγαύδης — garment with purple border masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγαύδης — ὁ, Α είδος ενδύματος με πορφυρή παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Ιρανική, πιθ. από αρχαία περσική λ. (πρβλ. και λατ. paragauda / paragaudis] …   Dictionary of Greek

  • παραγαύδιον — και παραγαύδιν, τὸ, Α [παραγαύδης] υποκορ. τού παραγαύδης …   Dictionary of Greek

  • παρακαυδωτός — ή, όν, ουδ. και παρακαυτωδόν, Α 1. (για φόρεμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («μαφόρια γυναικεία παρακαυδωτά», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακαυδωτόν ή τὸ παρακαυτωδόν ο παραγαύδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα: παραγαύδης, παραγαύδιον] …   Dictionary of Greek

  • παραγαύδας — παραγαύδᾱς , παραγαύδης garment with purple border masc acc pl παραγαύδᾱς , παραγαύδης garment with purple border masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγάδι — Πολυάγκιστρο αλιευτικό εργαλείο. Αποτελείται από ένα μακρύ νήμα, βαμβακερό ή συνθετικό, στο οποίο κατά διαστήματα κρεμιούνται δευτερεύοντα νήματα μικρού μήκους με ένα αγκίστρι. Η απόσταση ανάμεσα στα δευτερεύοντα νήματα, το αγκίστρι, το δόλωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”